- ατεμάχιστος, -η
- -ο αυτός που δεν τεμαχίστηκε, ακομμάτιαστος: Το ψάρι το είχαν δει ακόμη ατεμάχιστο κι ήταν πραγματικά πολύ μεγάλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ατεμάχιστος — η, ο αυτός που δεν τον έχουν τεμαχίσει, ο ακομμάτιαστος … Dictionary of Greek
άδαιτρος — ἄδαιτρος, ον (Α) [δαίω ΙΙ] αδιανέμητος, αδιαίρετος, ατεμάχιστος … Dictionary of Greek
αδίχαστος — η, ο (Α ἀδίχαστος, ον) [διχάζω] αυτός που δεν μπορεί να διχαστεί, να διαιρεθεί στα δύο νεοελλ. αυτός που δεν διχάστηκε, αδιχοτόμητος, ατεμάχιστος, ακέραιος … Dictionary of Greek
αδιάρρηκτος — και χτος, η, ο (Μ ἀδιάρρηκτος, ον) [διαρρήγνυμι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάρρηξη 2. στερεός, αδιάσπαστος, σταθερός, ασφαλής μσν. αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος … Dictionary of Greek
αδιάσχιστος — η, ο (Α ἀδιάσχιστος, ον) [διασχίζω] νεοελλ. αυτός που δεν τόν διέσχισε ή δεν μπορεί να τόν διασχίσει κανείς αρχ. άσχιστος, ατεμάχιστος … Dictionary of Greek
ακερμάτιστος — η, ο [κερματίζω] όποιος δεν έχει κερματιστεί, δεν έχει κομματιαστεί, ατεμάχιστος … Dictionary of Greek
ακομμάτιαστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε ή δεν μπορεί να κοπεί σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κομματιαστός < κομματιάζω] … Dictionary of Greek
αλειάνιστος — η, ο [λειανίζω] αυτός που δεν λειανίστηκε ή δεν μπορεί να λειανιστεί, να κοπεί σε κομμάτια, ατεμάχιστος … Dictionary of Greek
ακομμάτιαστος — η, ο ατεμάχιστος, ακέραιος: Τα αρνιά, ακομμάτιαστα, θα ψήνονταν στη σούβλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)